Πώς να προφέρετε τη λέξη 'console'

console

Noun
American
/ˈkɑːnsoʊl/

σπάσιμο σε συλλαβές

con sole

Πώς λένε οι γηγενείς τη λέξη 'console'

British
/ˈkɒnsəʊl/

σπάσιμο σε συλλαβές

con sole

Πώς λένε οι γηγενείς τη λέξη 'console'

Οδηγός Προφοράς στα Αμερικανικά

βήματα προφοράς

  • Ξεκινήστε με τον ήχο 'kɑːn', σαν το ελληνικό 'καν'.

  • Συνεχίστε με το 'soʊl', που ακούγεται σαν το 'σολ'.

  • Συνδέστε τα δύο μέρη ομαλά ως 'kɑːn-soʊl'.

κοινά λάθη

  • Λάθος: κον-σοουλ

  • Λάθος: κον-σελ

  • Λάθος: κον-σολ

Οδηγός Προφοράς στα Βρετανικά

βήματα προφοράς

  • Ξεκινήστε με τον ήχο 'kɒn', σαν το ελληνικό 'κομ'.

  • Συνεχίστε με το 'səʊl', που ακούγεται σαν το 'σοουλ'.

  • Συνδέστε τα δύο μέρη ομαλά ως 'kɒn-səʊl'.

κοινά λάθη

  • Λάθος: κον-σοουλ

  • Λάθος: κον-σελ

  • Λάθος: κον-σολ

Συχνές Ερωτήσεις

Γιατί είναι δύσκολο να προφέρω τη λέξη 'console';

Οι σάκες μπορεί να είναι δύσκολοι λόγω των διαφορετικών ήχων στα Αγγλικά.

Πώς μπορώ να βελτιώσω την προφορά μου;

Ακούστε συχνά γηγενείς ομιλητές και επαναλάβετε μετά από αυτούς.

Πού βάζω την πίεση στη λέξη;

Η πίεση είναι στην πρώτη συλλαβή: 'CON-sole'.

ορισμός

console

Μία συσκευή για έλεγχο ή διαχείριση.

οικογένεια λέξεων

console (verb)

/kənˈsoʊl/

verb

Παρηγορώ κάποιον

Example: He tried to console her.

consolation

/ˌkɒnsəˈleɪʃən/

noun

Παρηγοριά

Example: She found consolation in music.

consoler

/kənˈsoʊlər/

noun

Αυτός που παρηγορεί

Example: He is a natural consoler.

Βασικές Διαφορές Προφοράς

Η κύρια διαφορά είναι η προφορά της πρώτης συλλαβής 'kən' αντί 'kɒn' για το ρήμα 'console'.

Η 'consolation' έχει διαφορετικό ήχο 'leɪʃən' στο τέλος.

Η 'consoler' παρόμοια με το ρήμα αλλά με τελική έξοδο 'lər'.

Επαγγελματικές Συμβουλές

Ακούτε και μιμηθείτε

Η ακρόαση των γηγενών βοηθά την κατανόηση και την επανάληψη.

Σπάστε τη λέξη

Αναλύστε τις συλλαβές για να νιώθετε την προφορά πιο φυσική.

Κοντινές λέξεις

Δοκιμάστε την προφορά σας με λέξεις που έχουν ηχητικές ομοιότητες με το Console

agenda

/əˈdʒɛn.də/

amend

/əˈmɛnd/

anniversary

/ˌænɪˈvɜrsəri/

attend

/əˈtɛnd/

authorize

/ˈɔθəˌraɪz/

beforehand

/bɪˈfɔːrhænd/

center

/ˈsɛn.tɚ/

chronicle

/ˈkrɑːnɪkl̩/

Άλλες κατηγορίες

Δοκιμάστε την προφορά σας σε λέξεις μέσα σε άλλες κατηγορίες

adjoin

abroad

ability