Πώς να προφέρετε το 'inevitable'

inevitable

Adjective
American
ɪˈnɛvɪtəbl

αναλύση συλλαβών

in ev i ta ble

Πώς οι φυσικοί ομιλητές λένε το 'inevitable'

British
ɪˈnɛvɪtəbl

αναλύση συλλαβών

in ev i ta ble

Πώς οι φυσικοί ομιλητές λένε το 'inevitable'

Οδηγός Προφοράς στα Αμερικανικά

βήματα προφοράς

  • Ξεκινήστε με τον ήχο 'ɪ', όπως στην ελληνική λέξη 'είμαι'.

  • Συνεχίστε με 'ˈnɛv', με το 'e' όπως το ελληνικό 'ε'.

  • Τελειώστε με '-ɪtəbl', με μια σύντομη και καθαρή προφορά.

συνηθισμένα λάθη

  • Λανθασμένη προφορά ως 'ɪnˈevətable'.

  • Παράλειψη του 'ə' σαν 'inevitable'.

  • Μπερδεμένο stress στα συλλαβές 'ev-i'.

Οδηγός Προφοράς στα Βρετανικά

βήματα προφοράς

  • same as American

συνηθισμένα λάθη

  • same as American

Συχνές ερωτήσεις

Πού πρέπει να δίνεται έμφαση στην προφορά;

Η έμφαση πρέπει να δίνεται στην δεύτερη συλλαβή 'nev'.

Τι σχήμα πρέπει να έχει το στόμα μου για το 'ɪ';

Το στόμα σας πρέπει να είναι ελαφρώς ανοιχτό, με τη γλώσσα χαμηλή.

Ποιο ρόλο έχει το 'ə' στην προφορά;

Το 'ə' είναι ένας ουδέτερος ήχος που βοηθά στον ομαλό συνδυασμό του λόγου.

ορισμός

inevitable

Κάτι που δεν μπορεί να αποφευχθεί.

οικογένεια λέξεων

evitable

ˈɛvɪtəbl

adjective

Που μπορεί να αποφευχθεί

Example: The accident was evitable.

inevitability

ɪˌnɛvɪtəˈbɪlɪti

noun

Το γεγονός ότι κάτι είναι αναπόφευκτο

Example: The inevitability of change.

inevitably

ɪˈnɛvɪtəbli

adverb

Κατ' ανάγκη, αναπόφευκτα

Example: Mistakes will inevitably happen.

Βασικές διαφορές προφοράς

Η έμφαση στον 'evitable' είναι στην πρώτη συλλαβή.

Πιο μακριά προφορά λόγω επιπλέον συλλαβών στο 'inevitability'.

Η κατάληξη '-ly' στο 'inevitably' αλλάζει το ρυθμό.

Επαγγελματικές Συμβουλές

Μην φοβάστε το 'ə'

Είναι ένας πολύ χρήσιμος ήχος. Προσθέτει ροή στην ομιλία σας.

Προσέξτε την έμφαση

Η σωστή έμφαση μπορεί να αλλάξει την εντελώς κατανόηση της λέξης.

Γειτονικές λέξεις

Δοκιμάστε την προφορά σας σε λέξεις που έχουν ηχητικές ομοιότητες με το αναπόφευκτο

agenda

/əˈdʒɛn.də/

amend

/əˈmɛnd/

anniversary

/ˌænɪˈvɜrsəri/

attend

/əˈtɛnd/

authorize

/ˈɔθəˌraɪz/

beforehand

/bɪˈfɔːrhænd/

center

/ˈsɛn.tɚ/

chronicle

/ˈkrɑːnɪkl̩/

Άλλες κατηγορίες

Δοκιμάστε την προφορά σας σε λέξεις μέσα σε άλλες κατηγορίες

adjoin

abroad

ability