Πώς να προφέρετε την λέξη "walk"

walk

Noun
American
wɔk

ανάλυση σε συλλαβές

walk (μία συλλαβή)

Πώς λένε οι ντόπιοι την λέξη "walk"

British
wɔːk

ανάλυση σε συλλαβές

walk (μία συλλαβή)

Πώς λένε οι ντόπιοι την λέξη "walk"

Οδηγός Προφοράς στα Αμερικανικά

βήματα προφοράς

  • Ξεκινήστε με τον ήχο 'w', τα χείλη σας πρέπει να είναι στρογγυλεμένα.

  • Στη συνέχεια, προφέρετε τον φωνηεντικό ήχο 'ɔ', ο ήχος μοιάζει με 'ο' στα ελληνικά, αλλά πιο ανοιχτός.

  • Ολοκληρώστε με τον χειροτεμάχιο ήχο 'k', το πίσω μέρος της γλώσσας αγγίζει τον ουρανίσκο.

συνηθισμένα λάθη

  • walk (μία επιπλέον συλλαβή)

  • wolk (λανθασμένος φωνηεντικός ήχος)

  • wak (σύντομος φωνηεντικός ήχος)

Οδηγός Προφοράς στα Βρετανικά

βήματα προφοράς

  • same as American

  • same as American

  • same as American

συνηθισμένα λάθη

  • same as American

  • same as American

  • same as American

Συχνές ερωτήσεις

Γιατί είναι δύσκολο να προφέρω το "walk";

Ο ήχος 'w' και ο φωνηεντικός ήχος 'ɔ' μπορεί να φαίνονται διαφορετικοί στα ελληνικά.

Πώς μπορώ να αποφύγω κοινά λάθη;

Εξασκηθείτε προφέροντας κάθε ήχο μεμονωμένα και ακούστε φυσικούς ομιλητές.

Ποια είναι η διαφορά μεταξύ Αμερικανικής και Βρετανικής προφοράς;

Η Αμερικανική προφορά χρησιμοποιεί λιγότερο έντονο φωνηεντικό ήχο.

ορισμός

walk

Περπάτημα ή βόλτα για αναψυχή ή άσκηση.

οικογένεια λέξεων

walker

ˈwɔːkə

noun

Αυτός που περπατά

Example: He is a fast walker.

walkway

ˈwɔːkweɪ

noun

Διάδρομος

Example: The walkway is crowded.

walking

ˈwɔːkɪŋ

noun/verb

Το περπάτημα

Example: Walking is good exercise.

Βασικές Διαφορές στην Προφορά

Το 'walker' έχει παραπάνω συλλαβή.

Στο 'walkway', το 'way' προσθέτει φωνήεν.

Το 'walking' έχει διαφορετική κατάληξη.

Επαγγελματικές Συμβουλές

Προσοχή στον φωνηεντικό ήχο

Ασκήστε τη διαφορά μεταξύ 'ɔ' και άλλων 'o' ήχων στα ελληνικά.

Στρογγυλοποιήστε τα χείλη

Βεβαιωθείτε ότι τα χείλη σας είναι σωστά τοποθετημένα για τον ήχο 'w'.

Κοντινές λέξεις

Δοκιμάστε την προφορά σας σε λέξεις που έχουν ηχητικές ομοιότητες με το 'walk'

abroad

/əˈbrɔd/

accelerate

/əkˈsɛləˌreɪt/

accident

/ˈæksɪdənt/

accommodate

/əˈkɑːməˌdeɪt/

accompany

/əˈkʌmpəni/

accomplish

/əˈkɑːm.plɪʃ/

afford

/əˈfɔrd/

airline

/ˈɛrˌlaɪn/

Άλλες κατηγορίες

Δοκιμάστε την προφορά σας σε λέξεις μέσα σε άλλες κατηγορίες

adjoin

ability

agenda